-
1 κρεκω
1) прибивать челноком, т.е. ткать2) ( о звуке) издавать(βοέν πτεροῖς Arph.)
3) выбивать плектром, наигрывать(νόμον ἐν κιθάρᾳ Anth.)
κ. αὐλόν Arph. — играть на свирели
См. также в других словарях:
νόμος — (Νομ.). Κάθε υποχρεωτικός κανόνας που γεννά δικαιώματα και υποχρεώσεις, με δυνατότητα εξωτερικού καταναγκασμού για όποιον δε συμμορφώνεται εκούσια στις επιταγές ή στις απαγορεύσεις του. Με τη γενική αυτή αλλά ουσιαστική έννοια, είναι αδιάφορο το… … Dictionary of Greek